- παναπείριτος
- παναπείριτος και παναπείρατος, -ον (Α)ολωσδιόλου απέραντος, αχανής, αμέτρητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἀπείρατος «αδιάβατος, απέραντος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παναπείριτον — παναπείριτος all unbounded masc/fem acc sg παναπείριτος all unbounded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάπειρος — πανάπειρος, ον (Μ) παναπείριτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄπειρος] … Dictionary of Greek
παναπείρων — παναπείρων, ον (Α) παναπείριτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀπείρων «άπειρος»] … Dictionary of Greek